- μελισσόφυτον
- μελισσό-φῠτον, τό, = foreg., Nic.Th.677.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελισσόφυτον — μελισσόφυτον, τὸ και μελισσόφυτος, ἡ (Α) το φυτό μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + φυτος (< φύομαι), πρβλ. αυτό φυτος] … Dictionary of Greek
μελισσοφύτοιο — μελισσόφυτον neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek